νεκρωτικά — νεκρωτικός causing mortification neut nom/voc/acc pl νεκρωτικά̱ , νεκρωτικός causing mortification fem nom/voc/acc dual νεκρωτικά̱ , νεκρωτικός causing mortification fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρωτικαί — νεκρωτικός causing mortification fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρωτικῆς — νεκρωτικός causing mortification fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρωτικήν — νεκρωτικός causing mortification fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… … Dictionary of Greek
ՍՊԱՆՈՂԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0735 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 11c, 13c ա. φονικός ad caedem pertinens, sanguinarius, truculentus νεκρωτικός mortificus. Սեպհական սպանողաց. եւ Սպանօղ. մահառիթ. սատակչական. *Եղբարք յովսեփայ յամօթ եղեն վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)